κακοποιήσει

κακοποιήσει
κακοποίησις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κακοποιήσεϊ , κακοποίησις
fem dat sg (epic)
κακοποίησις
fem dat sg (attic ionic)
κακοποιέω
do ill
aor subj act 3rd sg (epic)
κακοποιέω
do ill
fut ind mid 2nd sg
κακοποιέω
do ill
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”